- πανοικίῃ
- πανοικίαwhole householdfem dat sg (epic ionic)πανοικίᾳionic (indeclform adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανοικία — ἡ, Α 1. ολόκληρη η οικογένεια («πᾱσα ἡ πανοικία Ἰωσήφ, καὶ οἱ ἀδελφοί αὐτοῡ», ΠΔ) 2. (συν. η δοτ. ως επίρρ.) πανοικίᾳ και ιων. τ. πανοικίῃ μαζί με όλη την οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οικία] … Dictionary of Greek